Το Φρούριο Γκραντάρα βρίσκεται σε ένα υψόμετρο 142 μέτρων. Το φρούριο αποτέλεσε το χώρο όπου εκτιλύχθηκε η τραγική ιστορία αγάπης του Πάολο και της Φραντσέσκα, μια ιστορία που έχει αναφερθεί από τον Δάντη, τους Petrarca, Boccaccio και D’Annunzio. Η πρώτη κατασκευή του φρουρίου χρονολογείται κοντά στο 1150, όταν η Κάστρυμ Κρετάριε (σημερινή Γκρεντάρα) ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πεσάρο. Μετά από αυτό, ο Μαλατέστα, μετά την αγορά του, μετέτρεψε το πύργο σε Φρούριο, στο οποίο ενσωμάτωσε δύο ψηλούς πύργους και δημιούργησε τα τείχη της πόλης. Η Γκραντάρα μέχρι το 1464 είχε μετατραπεί σε μια πόλη γεμάτη υπέροχα κτίρια, ευχάριστες φυτείες και άφθονους αμπελώνες. Ωστόσο το 1464 η κυριαρχία της Γκραντάρα έφτασε στο τέλος της. Στη συνέχεια, άρχισε η εποχή των «Sforzas» που προσέδωσαν στο Φρούριο μια ολόπλευρη αναγεννησιακή εμφάνιση: την ογκώδη σκάλα, την ανοιχτή στοά, το Pala του Andrea Della Robbia και το τοιχογραφημένο δωμάτιο. Ένα μάλιστα από τα δωμάτια του φρουρίου είχε παραχωρηθεί στη Λουκρητία Βοργία, όταν ζούσε εκεί για τα τρία χρόνια γάμου της με τον Giovanni Sforza. Όταν η δυναστεία Σφόρτσα έπαυσε, το 1513, ο Francesco Maria Della Rovere, ανηψιός του Πάπα Giulio II ήρθε στο προσκήνιο. Το 1631 το Φρούριο, μαζί με το Δουκάτο του Πέζαρο και του Ουρμπίνο έγινε μέρος της Παπικού Κράτους. Το 1920 ο μηχανικός Zanvettori αγόρασε το φρούριο και ξεκίνησε τις διαδικασίες αποκατάστασής του, οι οποίες διήρκησαν τρία χρόνια. Η σύζυγός του Αλμπέρτα Porta Natale, μετά το θάνατο του συζύγου της, διέμενε στην πόλη Gradara τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες. Μετά τον θάνατό της το 1983 το φρούριο αποτελεί πια ιδιοκτησία του κράτους.